Πλουτή

Πλουτή
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Καινούργιου, του νομού Ηρακλείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πλουτῇ — Πλουτῆι , Πλουτεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτῇ — πλουτέω to be rich pres subj mp 2nd sg πλουτέω to be rich pres ind mp 2nd sg πλουτέω to be rich pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτη — πλού̱τη , πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλού̱τη , πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλουτέω to be rich pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πλουτέω to be rich imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτῆι — πλουτῇ , πλουτέω to be rich pres subj mp 2nd sg πλουτῇ , πλουτέω to be rich pres ind mp 2nd sg πλουτῇ , πλουτέω to be rich pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • μαχαραγιάς — και μαχαρατζάς, ο 1. τίτλος φεουδαρχών πριγκίπων τής Ινδίας που έχουν πολλά πλούτη 2. μτφ. αυτός που έχει πολλά πλούτη και ζει μέσα στην πολυτέλεια, πάμπλουτος άνθρωπος («ζει σαν μαχαραγιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. maha raja «μεγάλος βασιλιάς»] …   Dictionary of Greek

  • πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”